- κορδυβαλλώδης
- κορδυβαλλώδης -ῶδες (Α)(μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες)ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη*, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *κορδυλο-βαλλ-ώδης < κορδύλη + βάλλ-ω + κατάλ. -ώδηςη σίγηση τού -λο- με συλλαβική ανομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.